Την Καθαρά Δευτέρα το κατάστημά μας στο Χαλάνδρι θα είναι ανοικτό 10:00-18:00

Το Λεξικό των Όρων

[A] [Β] [Γ] [Δ] [Ε] [Ζ] [Η] [Θ] [Ι] [Κ] [Λ] [Μ] [Ν] [Ξ] [Ο] [Π] [Ρ] [Σ] [Τ] [Υ] [Φ] [Χ] [Ω]
Άγουρο:
Το κρασί που προέρχεται από σταφύλια που δεν έχουν πλήρως ωριμάσει, με αποτέλεσμα τις αυξημένες τανίνες στο κόκκινο κρασί, και την έντονη οξύτητα στο λευκό

Άδειο:
Κρασί με μικρή γευστική ένταση και ποικιλία.

Αδιόρατο/α:
Αρώματα μόλις αισθητά.

Αδύνατο:
Κρασί φτωχό γευστική ένταση και ταυτόχρονα με περιορισμένη περιεκτικότητα σε αλκοόλ.

Αισθητές τανίνες:
Οι τανίνες που διακρίνονται μεν με τη στυφή τους γεύση, χωρίς όμως να εμπλουτίζουν τη γευστικότητα του κρασιού.

Αιχμηρό:
Κρασί με πολύ αυξημένη οξύτητα ή τανίνες, του οποίου η γεύση είναι σχεδόν ενοχλητική.

Άκαμπτο:
Κρασί με κατασταλαγμένα χαρακτηριστικά, μη επιδεχόμενη περεταίρω βελτίωση, και ιδιαίτερα μαλάκωμα των τανινών που περιέχει.

Ακατέργαστο:
Κρασί με μεγάλη έως υπερβολική περιεκτικότητα σε τανίνες χωρίς να έχει υποστεί την παλαίωση στο βαρέλι που επιτρέπει στις τανίνες να «μαλακώσουν».

Άκομψο:
Κρασί με ετερόκλητα αρωματικό ή/και γευστικά χαρακτηριστικά, με συνέπεια την έντονη αντιφατικότητα και ανισορροπία μεταξύ τους.

Αλδεϋδικό άρωμα:
Άρωμα που προέρχεται από την αλδεΰδη, που παράγεται κατά την οξείδωση της αλκοόλης και η ύπαρξή του υποδηλώνει έναρξη της οξείδωσης. Προκαλείται από παρατεταμένη επαφή του κρασιού με τον αέρα, ή/και ανεπαρκή θείωση.

Αναγωγικό:
Άρωμα που δημιουργείται από την έλλειψη οξυγόνου, με χαρακτηριστική την οσμή υδρόθειου.

Ανθώδες:
Αφορά στο άρωμα των λουλουδιών που χαρακτηρίζουν κάποιο κρασί. Ανθώδη είναι τα αρώματα της τριανταφυλλιάς, της βιολέτας κλπ.

Ανταύγειες:
Είναι οι αποχρώσεις του βασικού χρώματος ενός κρασιού. Ένα κόκκινο π.χ. κρασί μπορεί να έχει μωβ ή κυανές ανταύγειες.

AOC (Appellation d’ Origine Controlee ):
Πιστοποιητικό Ελεγχόμενης Προέλευσης που απονέμεται από τη Γαλλική διοίκηση σε διάφορα αγροτικά προϊόντα όπως Κρασί, Τυριά, Βούτυρο κλπ., μέσω του ειδικού εθνικού Ινστιτούτου Institut National des Appellations d'Origine (INAO). Το ΙΝΑΟ καθορίζει κατά γεωγραφική περιοχή αυστηρά και ξεκάθαρα standards που πρέπει να πληρούν τα κρασιά ώστε να εντάσσονται στο αντίστοιχο AOC. O οργανισμός εγγυάται ότι τα προϊόντα AOC παράγονται με σταθερές και παραδοσιακές μεθόδους με συστατικά από ειδικά ταξινομημένους παραγωγούς σε καθορισμένες γεωγραφικές περιοχές. Έχει καθιερωθεί από τον 15ο αιώνα και σήμερα πολλές χώρες έχουν δημιουργήσει αντίστοιχα συστήματα βασισμένα στο Γαλλικό AOC.

Απλό:
Είναι ένα κρασί με γευστική και αρωματική απλότητα.

Απολαυστικό:
Είναι κάθε κρασί που μπορούμε εύκολα και χωρίς πολύπλοκες σκέψεις, εκτιμήσεις ή διαδικασίες να αποφανθούμε για την ποιότητά του και κατ’ επέκταση να το απολαύσουμε.

Άρωμα:
Είναι το αρωματικό σύνολο που διακρίνεται σε κάθε κρασί μέσω του αισθητηρίου της όσφρησης, και αποτελεί το βασικότερο χαρακτηριστικό πλεονέκτημα (ή και μειονέκτημα) του κρασιού.

Αρώματα:
Σε κάθε κρασί ανάλογα με την ποικιλία από την οποία προέρχεται, το terroir και τη μέθοδο οινοποίησης, διακρίνουμε έως 1.500 χωριστά αρώματα. Τα αρώματα φέρουν τους παρακάτω χαρακτηρισμούς:

  • Αδιόρατο/α: Άρωμα μόλις αισθητό.
  • Αλδεϋδικό : Άρωμα που προέρχεται από την αλδεΰδη, που παράγεται κατά την οξείδωση της αλκοόλης και η ύπαρξή του υποδηλώνει έναρξη της οξείδωσης. Προκαλείται από παρατεταμένη επαφή του κρασιού με τον αέρα ή/και ανεπαρκή θείωση.
  • Αναγωγικό: Άρωμα που δημιουργείται από την έλλειψη οξυγόνου, με χαρακτηριστική την οσμή υδροθείου.
  • Βαρελιού αρώματα: Είναι τα αρώματα παλιού ξύλου που προκύπτουν από την παραμονή του κρασιού στο βαρέλι, το οποίο έχει χάσει τα χαρακτηριστικά αρώματα του βαρελιού, λόγω παρατεταμένων και επανειλημμένων χρήσεων.
  • Βοτανικό: Είναι το άρωμα βοτάνων σε ένα κρασί.
  • Βούτυρο: Το άρωμα του βουτύρου στο κρασί, συνήθως από την ύπαρξη διακετυλίου. Σε ορισμένα κρασιά, όπως τα Chardonnay, βρίσκεται σε υψηλή περιεκτικότητα.
  • Εσπεριδοειδές άρωμα: Είναι το άρωμα εσπεριδοειδών στο κρασί (λεμόνι, πορτοκάλι, νεράντζι, γκρέιπφρουτ κλπ.). Συνήθως το βρίσκουμε στο λευκό κρασί.
  • Ζωικά αρώματα: Αρώματα του ζωικού βασιλείου που υπάρχουν σε πολλά κρασιά, όπως η μυρωδιά του δέρματος στα τανικά κόκκινα κρασιά.
  • Καπνός: Το άρωμά καπνού που συνήθως οφείλεται στην παραμονή στο βαρέλι.
  • Κονιάκ (άρωμα): Άρωμα που αποκτούν πολύ παλαιωμένα κρασιά.
  • Μελιού (αρώματα): Συναντώνται στα λευκά κρασιά που έχουν δυνατότητα ωρίμανσης.
  • Μήλο: Είναι το άρωμα του Μηλικού οξέως, που περιέχεται τόσο στα περισσότερα λευκά κρασιά όσο και στο μήλο. Ευχάριστα συνήθως (π.χ. φρέσκου, πράσινου ξινόμηλου), αλλά και δυσάρεστα αρώματα (π.χ. σάπιου μήλου).
  • Μικρό: Χαρακτηρίζεται το κρασί με ασήμαντες γευστικές και αρωματικές ιδιότητες.
  • Μπαχαρικών αρώματα: Η μυρωδιά μπαχαρικών, συνήθως στο κόκκινο κρασί (π.χ. του πιπεριού, της κανέλας, κλπ.)
  • Μπουκέτο: Η ιδιαίτερη αρωματική σύνθεση του κρασιού που αναπτύσσεται στη φιάλη ή σε γεμάτο βαρέλι, απομονωμένο από την άμεση επαφή με οξυγόνο. Από τις πλέον επιθυμητές και ευρέως περιγραφόμενες ιδιότητες.
  • Μυρωδάτο: Κρασί με έντονο άρωμα.
  • Ξερών χόρτων (αρώματα): Αρώματα με μυρωδιά ξερού χόρτου (π.χ. μυρωδιά σανού).
  • Ξερών φρούτων (αρώματα): Αρώματα που συναντώνται σε κρασιά που έχουν υποστεί παλαίωση. Τα αρώματα αποξηραμένων φρούτων (σύκου, σταφίδας κλπ.).
  • Πρωτογενές (Άρωμα): Το άρωμα που προέρχεται από τα αρώματα του σταφυλιού από το οποίο προέρχεται.
  • Πυκνό (Άρωμα): Έντονο και πολύπλοκο άρωμα.

Αρωματική διάρκεια:
Είναι ο χρόνος που διαρκεί η αίσθηση –μετά την κατάποση του κρασιού- ότι ακόμα βρίσκεται στο στόμα μας. Κρασιά με σημαντική (άνω των 12 δευτερολέπτων) αρωματική διάρκεια συνήθως θεωρούνται υπέρτερα.

Αρωματικό:
Ονομάζουμε ένα κρασί με έντονα και διακριτά αρώματα.

Άσπρα:
(Λευκά). Είναι τα κρασιά που έχουν άχρωμη (σπάνια) ή ελαφρύ μέχρι και έντονο κίτρινο χρώμα.

Άσπρο από άσπρα (Blanc de blancs):
Γαλλικός όρος που χαρακτηρίζει το άσπρο κρασί που παράγεται αποκλειστικά από άσπρα σταφύλια, χωρίς ανάμιξη με σταφύλια άλλου χρώματος. Ειδικά μία σαμπάνια Blanc de blancs είναι αυτή που παράγεται αποκλειστικά από σταφύλια Chardonnay.

Άσπρο από μαύρα (Blanc de noirs):
Γαλλικός όρος που χαρακτηρίζει το άσπρο κρασί που παράγεται αποκλειστικά από κόκκινα σταφύλια, χωρίς ανάμιξη με σταφύλια λευκού χρώματος. Ένα παράδειγμα λευκού κρασιού που παράγεται από κόκκινα σταφύλια είναι το Μοσχοφίλερο. Ειδικά για τη σαμπάνια και άλλα αφρώδη κρασιά, ο όρος περιγράφει εκείνα που παράγονται αποκλειστικά από Pinot noir. Μερικές φορές χαρακτηρίζονται έτσι μη αφρώδη κρασιά που παράγονται από Cabernet Sauvignon ή Pinot noir. Ο τρόπος με τον οποίο παράγονται λευκά κρασιά από κόκκινα σταφύλια είναι ο αποχωρισμός από το γλεύκος του φλοιού των σταφυλιών το ταχύτερο δυνατόν.

Αυστηρό (Austere):
Ονομάζεται το σκληρό και χωρίς φρουτώδη χαρακτηριστικά και γευστικό πλούτο κρασί, με έντονη οξύτητα ή στυφές τανίνες. Συνήθως αυστηρά είναι τα νεαρά και ανώριμα κρασιά, και η ωρίμανση μπορεί να μειώσει την αυστηρότητα ενός κρασιού.

Αφρώδες:
Ονομάζεται το κρασί που παρουσιάζει σημαντική έκλυση φυσαλίδων διοξειδίου του άνθρακα μετά το άνοιγμα της φιάλης.

Αχνοκίτρινο:
Είναι το ανοιχτόχρωμο, ελαφρά κίτρινο και «αδύνατο» σε χρώμα κρασί.

Άχρωμο:
Είναι το κρασί που σχεδόν δεν έχει χρώμα. Η ανυπαρξία οξειδωτικών φαινομένων ή η χρήση αποχρωστικών ενώσεων, όπως ο ενεργός άνθρακας, δημιουργούν το άχρωμο κρασί.

Άχυρο:
Χαρακτηρίζει κρασιά με χρώμα άχυρου, χωρίς να προσδίδει στο κρασί άλλα χαρακτηριστικά ή να το κακοχαρακτηρίζει..

Βαθύ:
Ονομάζεται το κρασί με κόκκινο χρώμα μεταξύ πορφυρού και μαυροκόκκινου, και συνήθως εκφράζει γευστικό πλούτο.

Βαρελιού αρώματα:
Είναι τα αρώματα παλιού ξύλου που προκύπτουν από την παραμονή του κρασιού στο βαρέλι, το οποίο έχει χάσει τα χαρακτηριστικά αρώματα του βαρελιού, λόγω παρατεταμένων και επανειλημμένων χρήσεων.

Βαρύ:
Είναι το κρασί, με μεγάλη περιεκτικότητας σε αλκοόλ.

Βελουδένιο:
Χαρακτηρίζεται το κόκκινο κρασί, με πλούσιο σώμα και τανίνες με πλούσια και απαλή, βελούδινη γεύση.

Βιολετί:
Είναι το κόκκινο με μπλε αποχρώσεις χρώμα, περίπου όπως το χρώμα της βιολέτας. Συνήθως βιολετιά είναι τα νεαρά κρασιά.

Βοτανικό:
Είναι το άρωμα βοτάνων σε ένα κρασί.

Βούτυρο:
Το άρωμα του βουτύρου στο κρασί, συνήθως από την ύπαρξη διακετυλίου. Σε ορισμένα κρασιά, όπως τα Chardonnay, βρίσκεται σε υψηλή περιεκτικότητα.

Γεμάτο:
Ένα κρασί με γευστικό πλούτο μια βαθμίδα χαμηλότερα από το «πλούσιο».

Γενναιόδωρο:
Ένα κρασί με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, με περισσότερους από 14 βαθμούς, το οποίο διατηρεί όμως την ισορροπία του.

Γεύση:
Η ανθρώπινη γευστική ικανότητα, που διακρίνει τις 4 βασικές γεύσεις: γλυκό, πικρό, αλμυρό και ξινό, καθώς και τους διάφορους συνδυασμούς τους.

Γήινο:
Το άρωμα χωνεμένης οργανικής ύλης στο κρασί.

Γκρι:
Είναι το χρώμα των λευκών κρασιών που προέρχονται από σταφύλια με κόκκινη φλούδα και άσπρη σάρκα, όταν αυτά περιέχουν κόκκινες χρωστικές ουσίες.

Γλυκερό:
Το κρασί του οποίου η γλυκύτητα σε σχέση με την οξύτητα είναι μεγάλη, ώστε να γίνεται μάλλον δυσάρεστη.

Γλυκό:
Είναι το γλυκό κρασί στο οποίο υπάρχουν αζύμωτα σακχάρα.

Γρήγορο (ή σύντομο):
Είναι το κρασί με μικρή αρωματική διάρκεια και επίγευση.

Δάκρυ:
Ονομάζονται οι σταγόνες που κυλούν από τα τοιχώματα του ποτηριού, μετά την ανάδευση του κρασιού στο ποτήρι. Εξαρτάται από την περιεκτικότητα σε αλκοόλ.

Δευτερογενές άρωμα:
Είναι το άρωμα που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ζύμωσης, ταυτόχρονα με τη μετατροπή των σακχάρων του γλεύκους σε αλκοόλ με ταυτόχρονη παραγωγή πλήθους αρωματικών ενώσεων.

Διακριτικά αρώματα:
Είναι τα αρώματα με σχετικά μικρή ένταση, αλλά ευχάριστα και λεπτά.

Διαύγεια:
Ονομάζεται η καθαρότητα του κρασιού και ο βαθμός ύπαρξης σωματιδίων σε αυτό.

Διαφάνεια:
Ο βαθμός διαπερατότητας του κρασιού από το φως, και η δυνατότητα παρατήρησης αντικειμένων πίσω από αυτό.

Δομή:
Είναι η συνισταμένη της γλυκύτητας, οξύτητας, στυφών συστατικών και αρωμάτων. Η δομή ενός κρασιού εξαρτάται από το πόσο είναι πλούσιο και ισορροπημένο, τόσο στη γεύση όσο και στα αρώματα.

Δροσερό:
Ονομάζεται το νέο και αρωματικό κρασί, με κανονική περιεκτικότητα σε αλκοόλ και ελαφρώς αυξημένη οξύτητα.

Δυσδιάκριτα:
Αποκαλούνται τα αδύνατα αρώματα που δύσκολα διακρίνονται και περιγράφονται.

Ειλικρινές:
Ονομάζεται το απλό, δίχως ελαττώματα κρασί.

Ελαττωματικό:
Ένα το κρασί που παρουσιάζει συγκεκριμένες αλλοιώσεις (οξείδωση, ξίνισμα, μούχλα, υδρόθειο) που το καθιστούν ακατάλληλο για κατανάλωση.

Ελαφρύ:
Ονομάζεται το κρασί με μικρή περιεκτικότητα αλκοόλ, καθώς και περιορισμένα αρωματικά και γευστικά συστατικά.

Ελεγχόμενες τανίνες:
Είναι οι υψηλές τανίνες σε ένα κρασί.

Ενδιαφέρουσα μύτη:
Έχει το κρασί ενδιαφέροντα, διακριτά και πρωτότυπα αρώματα.

Επίγευση:
Είναι η γευστική (και όχι αρωματική) αίσθηση που παραμένει μετά την κατάποση του κρασιού. Όσο μεγαλύτερη η επίγευση, τόσο καλύτερο ποιοτικά το κρασί.

Επιθετικές τανίνες:
Ονομάζονται οι έντονα στυφές τανίνες, που καταστρέφουν το γευστικό χαρακτήρα.

Επιθετικό:
Ονομάζεται το κρασί με μεγάλη, έντονη οξύτητα.

Επιθετικό (σε τανίνες):
Είναι το κρασί με πολύ έντονες τανίνες που του προσδίδουν υπερβολικά στυφό χαρακτήρα. Ονομάζεται και άγριο.

Επίπεδο:
Το ήμερο, χωρίς εξάρσεις κρασί με μικρή και αδιάφορη οξύτητα.

Εσπεριδοειδές άρωμα:
Είναι το άρωμα εσπεριδοειδών στο κρασί (λεμόνι, πορτοκάλι, νεράντζι, γκρέιπφρουτ κλπ.). Συνήθως το βρίσκουμε στο λευκό κρασί.

Ευγενικό:
Ονομάζεται το κρασί με γεύση και αρώματα μαλακά, αλλά καλής ποιότητας.

Ευδιάκριτο:
Λέγεται ένα άρωμα που γίνεται εύκολα αντιληπτό.

Ευχάριστο:
Λέγεται ένα απλό κρασί, ευχάριστο και όχι κορυφαίο κρασί.

Ζεστό ( καυτερό):
Είναι το κρασί με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ, που κυριαρχεί πάνω στα υπόλοιπα συστατικά του.

Ζωηρό (χρώμα):
Έντονο χρώμα, ευχάριστο στο μάτι.

Ζωηρό:
Ονομάζεται το κρασί με σχετικά μεγάλη, αλλά ευχάριστη οξύτητα.

Ζωικά αρώματα:
Αρώματα του ζωικού βασιλείου που υπάρχουν σε πολλά κρασιά, όπως η μυρωδιά του δέρματος στα τανικά κόκκινα κρασιά.

Ημιαφρώδες:
Είναι το κρασί με μέτρια αλλά και φυσική περιεκτικότητα σε CO2.

Θερμό:
Είναι το κρασί με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, που μας δίνει την αίσθηση «ζεστασιάς»..

Ισορροπημένο:
Ονομάζεται το κρασί, στο οποίο συνυπάρχουν αρμονικά και σε ισορροπία αλκοόλ, οξύτητα και τανίνες.

Ικανοποιητικός (όγκος, άρωμα, σώμα, κλπ.):
Ποσοτικός προσδιορισμός του άνω του μετρίου..

Καβουρδισμένα αρώματα:
Είναι τα αρώματα της καμένης καραμέλας, της ζάχαρης, του κακάο, του καφέ κλπ. δηλαδή αρώματα «ψημένων» προϊόντων.

Καθαρό:
Είναι το κρασί χωρίς ελαττωματικά αρώματα.

Καινούργιο:
Ονομάζεται το φρέσκο κρασί, ηλικίας μικρότερης του ενός χρόνου.

Καπνός:
Το άρωμα καπνού που συνήθως οφείλεται στην παραμονή στο βαρέλι.

Καστανό, σοκολατί:
Το χρώμα που παίρνει το υπερβολικά παλαιωμένο κρασί, στα πρόθυρα της αλλοίωσης.

Κεραμιδί:
Το χρώμα που παίρνει το παλαιωμένο άνω των 10 ετών κρασί, και βρίσκεται πλέον στα πρόθυρα της αλλοίωσης.

Κεχριμπαρένιο:
Κρασί με χρώμα κεχριμπαριού (σύνηθες προσωνύμιο της ρετσίνας).

Κίτρινο:
Είναι το κρασί με κίτρινο, ενιαίο χρώμα χωρίς ανταύγειες.

Κίτρινο-χρυσό:
Είναι το χρώμα του Μοσχάτου κρασιού, του Chardonnay, που έχουν αρχίσει να ωριμάζουν.

Κλειστό:
Είναι το κρασί που διαθέτει δυναμική βελτίωσης τόσο της αρωματικής έντασης όσο και της γευστικής πολυπλοκότητας.

Κοινό:
Χαρακτηρίζεται το χωρίς προσωπικότητα ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κρασί.

Κόκκινα κρασιά:
Είναι τα κρασιά με χρώμα κόκκινο διαφόρων αποχρώσεων και εντάσεων, από το ανοιχτό κόκκινο έως το βαθύ ρουμπινί.

Κόκκινο κεραμιδί:
Είναι το χρώμα που παίρνουν τα κόκκινα κρασιά κατά το τέλος του πρώτου χρόνου και εξακολουθεί να αυξάνει με την παλαίωση.

Κολακευτικό:
Είναι το κρασί που παρουσιάζει γευστικές και αρωματικές ιδιότητες μεγαλύτερες από τις πραγματικές. Συνήθως χαρακτηρίζει τα απλά αλλά αρωματικά κρασιά.

Κομψό:
Ένα κρασί είναι κομψό, όταν η γεύση του και τα αρώματά του είναι αρμονικά, πολύπλοκα και ισορροπημένα.

Κονιάκ(άρωμα):
Άρωμα που αποκτούν πολύ παλαιωμένα κρασιά.

Κουρασμένο:
Το οξειδωμένο κρασί, λόγω επαφής με το οξυγόνο.

Λεμονάτη (οξύτητα):
Η αυξημένη οξύτητα με ταυτόχρονη παρουσία αρωμάτων εσπεριδοειδών.

Λεπτό:
Ονομάζεται το κρασί με φρουτώδη ή ανθώδη ευγενή, λεπτά και διακριτικά αρώματα.

Λιπαρό:
Χαρακτηρίζεται το πλούσιο, παχύ και με αρώματα βουτύρου κρασί.

Λουλουδιών αρώματα:
Είναι τα αρώματα διαφόρων και ποικίλων λουλουδιών, που υπάρχουν τόσο στα νεαρά όσο και στα παλαιωμένα κρασιά. Τα λευκά κρασιά συνήθως έχουν αρώματα λευκών λουλουδιών, τα δε κόκκινα κόκκινων λουλουδιών. Η θεωρία ότι τα κρασιά παίρνουν αρώματα από λουλούδια που φύονται στην ίδια περιοχή δεν ευσταθεί.

Μαδεραρισμένο (Maderised):
Λέγεται ένα κρασί με γεύση και αρώματα του κρασιού Μαδέρα, που προέρχονται συνήθως από ελαφρά οξείδωση.

Μαλακό:
Χαρακτηρίζεται το κρασί με μαλακές, όχι έντονες τανίνες, με γευστική απαλότητα.

Μαλάκωμα:
Είναι η μετατροπή των στυφών τανινών σε μαλακές, μέσω συνήθως της παλαίωσης.

Μελιού (αρώματα):
Συναντώνται στα λευκά κρασιά που έχουν δυνατότητα ωρίμανσης.

Μήλο:
Είναι το άρωμα του Μηλικού οξέως, που περιέχεται τόσο στα περισσότερα λευκά κρασιά όσο και στο μήλο. Ευχάριστα συνήθως (π.χ. φρέσκου, πράσινου ξινόμηλου), αλλά και δυσάρεστα αρώματα (π.χ. σάπιου μήλου).

Μικρό:
Χαρακτηρίζεται το κρασί με ασήμαντες γευστικές και αρωματικές ιδιότητες.

Μπαχαρικών αρώματα:
Η μυρωδιά μπαχαρικών, συνήθως στο κόκκινο κρασί (π.χ. του πιπεριού, της κανέλας, κλπ.)

Μπουκέτο:
Η ιδιαίτερη αρωματική σύνθεση του κρασιού που αναπτύσσεται στη φιάλη ή σε γεμάτο βαρέλι, απομονωμένο από την άμεση επαφή με οξυγόνο. Από τις πλέον επιθυμητές και ευρέως περιγραφόμενες ιδιότητες.

Μυρωδάτο:
Κρασί με έντονο άρωμα.

Μύτη:
Το σύνολο των αρωμάτων που γίνεται αντιληπτό όταν μυρίζουμε ένα κρασί.

Νέο:
Το ηλικιακά νέο, φρέσκο κρασί, με ενδείξεις αυτής της νεότητας σε όλα του τα χαρακτηριστικά.

Νεοκοσμίτικο (κρασί):
Ο όρος αφορά στα κρασιά του λεγόμενου "Νέου Κόσμου". Ο «Νέος Κόσμος» περιλαμβάνει τις χώρες στις οποίες το σταφύλι (και κατ’ επέκταση το κρασί) αποτελούν μέρος της νεότερης μόνο ιστορίας τους, έχοντας διαδοθεί από κατακτητές, αποίκους, κλπ. Οι χώρες του νέου κόσμου είναι η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, οι ΗΠΑ, η Χιλή και η Αργεντινή, η Νότιος Αφρική, καθώς και κάποιες που μπήκαν πιο όψιμα στο «παιχνίδι» όπως η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία και το Μεξικό.
Νεοκοσμίτικο (προφίλ):
Το νεο-κοσμίτικο προφίλ ενός κρασιού, σε σχέση με ένα του παλαιού κόσμου ακόμα και της ίδιας ποικιλίας, έγκειται τόσο στις κλιματολογικές συνθήκες, που θεωρητικά είναι πιο θερμές, πιο σταθερές και πιο ήπιες στον νέο κόσμο, καθώς και στην φιλοσοφία των περισσοτέρων οινοποιών των χωρών που τον απαρτίζουν. Το κύριο χαρακτηριστικό του νεο-κοσμίτικου κρασιού είναι ότι το σταφύλι ωριμάζει πιο εύκολα και πιο ολοκληρωμένα, κι αυτό φαίνεται και στον (λογικά υψηλότερο) αλκοολικό του τίτλο, και στην υψηλότερη αρωματική και γευστική του ένταση.
Νευρικό:
Το κρασί στο οποίο η οξύτητα είναι έντονη και κυρίαρχη, χωρίς εν τούτοις να είναι δυσάρεστη.

Νότες (αρωμάτων):
Η διακριτική παρουσία κάποιων δευτερευόντων αρωμάτων σε ένα κρασί.

Nouveau:
Το νέο κρασί, συνήθως με έντονα φρουτώδη αρώματα, που πίνεται αμέσως μετά την οινοποίηση. Όρος που χρησιμοποιείται ευρύτατα κυρίως για το Beaujolais Nouveau

Ξερών χόρτων (αρώματα):
Αρώματα με μυρωδιά ξερού χόρτου (π.χ. μυρωδιά σανού).

Ξερών φρούτων (αρώματα):
Αρώματα που συναντώνται σε κρασιά που έχουν υποστεί παλαίωση. Τα αρώματα αποξηραμένων φρούτων (σύκου, σταφίδας κλπ.).

Ξηρό:
Χαρακτηρίζεται το κρασί που δεν περιέχει αζύμωτα σάκχαρα.

Ξινό:
Το κρασί με κυρίαρχο γευστικό συστατικό οξύτητα, και με απουσία άλλων γευστικών συστατικών, ανταγωνιστικών αυτής.

Όγκος:
Είναι η αίσθηση της «πυκνότητας» σε ένα κρασί. Κύρια συνιστώσα του όγκου είναι το αλκοόλ, αλλά και ο πλούτος των λοιπών γευστικών κυρίως συστατικών.

Οξείδωση:
Προκαλείται από την επίδραση του οξυγόνου στο κρασί, με την εμφάνιση σε αυτό οξειδωμένου αλκοόλ, με γεύση κυρίως μήλων, και καταστροφή των λοιπών -φρουτωδών κυρίως- αρωμάτων.

Οξύτητα:
Είναι συνολική περιεκτικότητα του κρασιού σε οξέα.

Όραση:
Η αίσθηση του χρώματος (ένταση και χροιά), της διαφάνειας, της διαύγειας, της ρευστότητας του κρασιού.

Ουδέτερο:
Χαρακτηρίζεται ένα κρασί με ελάχιστα έως ασήμαντα αρώματα και ελαφριά γεύση.

Παλαίωση:
Η παρατεταμένη παραμονή ενός κρασιού στο βαρέλι ή και στη φιάλη, μετά την περίοδο ωρίμανσης. Αφορά κυρίως τα κόκκινα κρασιά, και σε αυτά μπορεί να φτάσει ή και σε ορισμένα να ξεπεράσει τα 20 χρόνια. Ορισμένα λευκά κρασιά, κυρίως αυτά με υψηλή οξύτητα, επιδέχονται παλαίωση, αλλά μέχρι 3-4 χρόνια.

Παλιό:
Λέγεται ένα κρασί με ηλικία μεγαλύτερη από 3-4 χρόνια.

Παχύ:
Είναι το κρασί με σχετικά υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ και ταυτόχρονα με πλούσιο σώμα και διακριτή, έντονη γεύση.

Πικρό:
Χαρακτηρίζεται το κρασί με δυσάρεστη πικρή γεύση.

Πλαδαρό:
Το κρασί που χαρακτηρίζεται από σχετικά μικρή οξύτητα σε σχέση με την περιεκτικότητά του σε αλκοόλ.

Πληθωρικό:
Χαρακτηρίζεται το κρασί στο οποίο η ένταση τόσο των γευστικών όσο και των αρωματικών χαρακτηριστικών είναι μεγάλη μέχρι τα όρια της υπερβολής.

Πλούσιο:
Το κρασί με έντονα γευστικά συστατικά, υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ ή/και τανίνες. Επίσης το κρασί με πληθωρικά αρώματα.

Ποικιλιακά αρώματα:
Τα αρώματα που προέρχονται από την ποικιλία του σταφυλιού από τα οποία παρήχθη το κρασί.

Πράσινο:
Το κρασί με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ και μεγάλη οξύτητα, που προέρχονται από την οινοποίηση άγουρων σταφυλιών.

Προσωπικότητα:
Ένα κρασί με απολύτως διακριτά και πρωτότυπα συστατικά, που μπορούν να το κάνουν εύκολα αναγνωρίσιμο.

Πρώιμο:
Το νέο κρασί του οποίου τα χαρακτηριστικά και η μέθοδος οινοποίησης του επιτρέπουν να καταναλωθεί άμεσα.

Πρωτογενές (Άρωμα):
Το άρωμα που προέρχεται από τα αρώματα του σταφυλιού από το οποίο προέρχεται.

Πρωτότυπο:
Το κρασί με πρωτότυπα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά σε σχέση με παραπλήσια της κατηγορίας του.

Πυκνό (Άρωμα):
Έντονο και πολύπλοκο άρωμα.

Ροζέ:
Κρασί που εμφανίζει χρωματισμούς σε αποχρώσεις του ροζ, από ανοιχτό πορτοκαλί μέχρι και έντονο πορφυρό, αλλά με χαρακτηριστικά που αποτελούν μίξη αυτών των ελαφρών κόκκινων και των λευκών. Το ροζέ κρασί παρασκευάζεται είτε αφήνοντας την φλούδα του σταφυλιού σε επαφή με τον μούστο από 3-4 ημέρες κατά την αρχική φάση της οινοποίησης, είτε αφαιρώντας μέρος του ερυθρωπού μούστου επίσης κατά την αρχική φάση (Saignee), είτε αναμιγνύοντας λευκό με κόκκινο κρασί.

Ρουμπινί:
Το ζωηρό, έντονα κόκκινο χρώμα σε ένα κρασί, μια βαθμίδα πριν το πορφυρό.

Ρουστίκ:
Το κρασί που παρασκευάζεται με παραδοσιακές μεθόδους οινοποίησης.

Σαρκώδες:
Ονομάζεται το κρασί με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ, αλλά χωρίς έντονες τανίνες.

Σκληρό:
Το κρασί με ταυτόχρονα υψηλή περιεκτικότητα σε τανίνες αλλά και αλκοόλ.

Στεγνό:
Το κρασί με υψηλή περιεκτικότητα σε μέτριας ποιότητας, στυφές τανίνες.

Στερεό:
Το ισορροπημένο σε όλα τα συστατικά του κρασί.

Στόμα:
Ο γευστικός πλούτος και η γευστική πληρότητα ενός κρασιού.

Στρογγυλό:
Είναι το κρασί με απόλυτα ομαλή γευστική αίσθηση, χωρίς δυσάρεστες «προεξοχές»- εντάσεις.

Στυφό:
Χαρακτηρίζεται το κρασί με στυφή γεύση, που οφείλεται συνήθως στην περιεκτικότητα αλλά και την ποιότητα των τανινών, αλλά και στην έλλειψη άλλων γευστικών εξισορροπητικών στοιχείων.

Σύνθετο (άρωμα):
Η συνολική αίσθηση των αρωματικών ουσιών ενός κρασιού, όταν αυτές υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία και σε ισορροπία μεταξύ τους.

Σώμα:
Η συνολική αίσθηση της υφής και της ποιότητας του -συνήθως κόκκινου- κρασιού, σε διαβαθμίσεις με χαρακτηρισμούς φτωχό, μέτριο, μεσαίο, ή πλούσιο. Σημαντικό ρόλο στο σώμα του κρασιού παίζουν οι τανίνες.

Τανικό:
Χαρακτηρίζεται το κρασί με έντονες τανίνες, μερικές φορές καθ’ υπερβολή.

Τανίνες:
Οι τανίνες αποτελούν το φυσικό συντηρητικό των κόκκινων κρασιών, και σημαντικό παράγοντα της γευστικής τους προσωπικότητας. Στις τανίνες οφείλεται η στυφή γεύση των κόκκινων κρασιών, μια και στα λευκά υπάρχουν σε ελάχιστη συγκέντρωση. Βρίσκονται στο φλοιό, τα κουκούτσια και τα κοτσάνια των σταφυλιών. Με τη σύνθλιψη των σταφυλιών μέρος τους περνά στο κρασί και όσο περισσότερο διαρκεί η ζύμωση του μούστου παρουσία των φλοιών και των κουκουτσιών, οι τανίνες αυξάνονται στο κρασί. Τανίνες περιέχει και το ξύλο των βαρελιών, μέρος των οποίων περνούν στο κρασί κατά την παραμονή του κρασιού σε αυτά. Οι τανίνες είναι πικρές και στυφές. Οι τανίνες σε ένα νέο κρασί είναι ιδιαιτέρως επιθετικές, με δριμεία γεύση. Σε ένα ώριμο κρασί οι τανίνες έχουν αποκτήσει μαλακή γεύση. Είναι πολύ σημαντικές ουσίες για τα κρασιά που θα υποστούν τη διαδικασία της παλαίωσης.

Τελείωμα:
Η γευστική αίσθηση που παραμένει μετά την κατάποση ενός κρασιού.

Τραγανό:
Χαρακτηρίζεται το κρασί με σχετικά υψηλή οξύτητα και ταυτόχρονα άγουρα φυτικά κυρίως αρώματα.

Τραχύ:
Το δυσάρεστο σε γεύση κρασί λόγω της έντασης των τανινών, που του προσδίδουν δυσάρεστη στυφάδα.

Τριτογενή (αρώματα):
Τα αρώματα που δημιουργούνται κατά την ωρίμανση και παλαίωση του κρασιού.

Τροφών (αρώματα):
Τα τροφικά αρώματα, όπως βουτύρου, μελιού, τυριού, ζαμπόν, λαδιού, κλπ. που συναντούμε σε πολλά λευκά κρασιά.

Τρυφερό:
Τα κρασιά που αφήνουν μια ευχάριστη, απαλή αίσθηση στο στόμα.

Τυπικό:
Κρασί που με χαρακτηριστικά τυπικά της καταγωγής ή της προέλευσής του.

Υδαρότητα:
Ιδιότητα των κρασιών που δεν απέχουν ουσιαστικά γευστικά συστατικά, καταλήγοντας να πλησιάζουν στη γεύση το αρωματισμένο νερό.

Υπερωρίμανση:
Η υπερβολική ωρίμανση του σταφυλιού, με αποτέλεσμα συνήθως την υπερβολική γλυκύτητα λόγω ζυμώσεων.

Υπόγλυκο:
Χαρακτηρίζεται το κρασί με γλυκιά γεύση που κυριαρχεί επάνω στα υπόλοιπα γευστικά χαρακτηριστικά του κρασιού.

Φαρμακευτικό:
Δυσάρεστο άρωμα που θυμίζει τη χαρακτηριστική μυρωδιά μιας αποθήκης φαρμάκων ή ενός φαρμακείου.

Φίνο:
Χαρακτηρίζεται το κρασί με λεπτά και ευχάριστα αρώματα.

Φρεσκάδα:
Η αίσθηση που δίνει το κρασί με αρώματα φρεσκοκομμένων φρούτων ή λουλουδιών.

Φρουτώδη αρώματα:
Τα αρώματα φρούτων στο κρασί. Συνήθως συναντώνται σε φρέσκα και νέα κρασιά.

Φτωχό:
Είναι το κρασί με ελάχιστα αρωματικά και γευστικά συστατικά.

Χαμηλόβαθμο:
Το κρασί με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ (9-11%).

Χαρακτήρας:
Η ιδιότητα που κάνει ένα κρασί να ξεχωρίζει από άλλα, του ίδιου με αυτό τύπου.

Χοντροκομμένο:
Είναι το κρασί με έντονα αρώματα, χωρίς φινέτσα, αλλά και αυτό με υπερβολική περιεκτικότητα σε αλκοόλ και έντονες τανίνες.

Χορτώδες (αρωματικά):
Το κρασί του οποίου το κυρίαρχο άρωμα είναι αυτό του φρεσκοκομμένου χόρτου.

Χρυσαφί:
Το χρώμα του χρυσού στο κρασί.

Χρυσαφί-αχυρένιο:
Το ανοιχτό, φωτεινό κίτρινο χρώμα.

Χρυσό-παλαιωμένο:
Το χαρακτηριστικό χρώμα των λευκών κρασιών με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, που οφείλεται συνήθως σε πολύ αργή οξείδωση.

Χρυσοπράσινο:
Το χρώμα που συνιστά μια -συνήθως- άριστη αρωματική συμπεριφορά στα λευκά κρασιά, συνδυάζοντας την αρωματική πληρότητα που συνιστά το χρυσό χρώμα με τη φρεσκάδα που συνιστά το πράσινο.

Χυτό:
Ένα κρασί με μέτριες έως και υψηλές τανίνες που όμως συνδυάζονται άριστα τόσο με τα αρωματικά όσο και με τα υπόλοιπα γευστικά χαρακτηριστικά του κρασιού.

Ώριμο:
Χαρακτηρίζεται το κρασί του οποίου όλα τα συστατικά βρίσκονται σε αρμονική ισορροπία, με τη συνιστώσα του χρόνου να παίζει πιθανόν σημαντικό ρόλο.


Best Sellers στην κατηγορία Κρασί