Port Ellen

Από τον Κ. Κοντογιώργη


Μερικές φορές βρίσκομαι σε παρέες, συζητώντας για whisky και πραγματικά νιώθω άβολα, έρχομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Θα μου πείτε, γιατί, ίσα-ίσα θα έπρεπε να αισθάνομαι μια χαρά. Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, όταν στις συζητήσεις αυτές είναι παρόντες και διάφοροι εξυπνάκηδες που κάνουν επίδειξη πλούτου και γνώσεων, ειδικά όταν μιλάμε για υποτιθέμενες γνώσεις και όχι πραγματικές, τουλάχιστον όχι στο επίπεδο που διαφημίζονται. Το τελευταίο που έμαθα λοιπόν, εγώ ο άσχετος, είναι ότι υπάρχει Port Ellen παραγωγής 1962 και μάλιστα στην προσωπική συλλογή(?) του εν λόγω κυρίου. Παρόλα αυτά πήρα πάσα για το σημερινό άρθρο. Σήμερα μιλάμε για το

Port Ellen

Το οποίο είναι μια δύσκολη περίπτωση για να αναλύσει κανείς. Πριν όμως περάσω σε λεπτομέρειες εξηγώντας τι ακριβώς εννοώ, ήρθε η ώρα για να πούμε

Λίγα λόγια για την ιστορία όπως πάντα

Η ιστορία λοιπόν ξεκινάει το 1825. Τότε ο Alexander Ker Mackay κτίζει έναν μύλο στην τοποθεσία του αποστακτηρίου και πάνω σε αυτή την τοποθεσία προστίθενται αργότερα και οι εγκαταστάσεις απόσταξης. Όμως το 1836 ο Mackay πτωχεύει και νέος ιδιοκτήτης γίνεται ο John Ramsay. Ένας άνθρωπος πολύ δραστήριος, ο οποίος εισήγαγε νεωτερισμούς στην βιομηχανία. Κυριότερος από αυτούς τους νεωτερισμούς ήταν η συμμετοχή του στην εφεύρεση του συνεχούς αποστακτήρα, μαζί με τους εφευρέτες Robert Stein και Aeneas Coffey, ενώ τα περισσότερα από τα πειράματά τους έγιναν μέσα στο αποστακτήριο. Αφού ο Ramsay πεθαίνει, το 1920 αναλαμβάνουν οι εταιρίες John Dewars and Sons και James Buchanan and Company, μαζί με την οικογένεια του εκλιπόντος και όλοι μαζί το 1925 πουλάνε το αποστακτήριο στην DCL. Το 1929 όμως σταματάει η λειτουργία του, ενώ συνεχίζουν να λειτουργούν οι αποθήκες και η μονάδα βυνοποίησης. Το αποστακτήριο παραμένει σιωπηλό για 38 ολόκληρα χρόνια και ξανανοίγει με δυο επιπλέον άμβυκες το 1967.

Και εδώ ρωτάω. Πως είναι δυνατόν να υπάρχει μπουκάλι παραγωγής 1962, αφού το αποστακτήριο άνοιξε το 1967? Γιατί πρέπει να ακούω αυτά τα πράγματα? Δηλαδή πρέπει με το ζόρι να γίνω αγενής, ή να κάνω επίδειξη γνώσεων, προσβάλλοντας τον υποτιθέμενο ιδιοκτήτη της φιάλης φάντασμα? Προτιμώ να παραμείνω σιωπηλός και να ακούω το παραλήρημα του καθενός.

Αφού λοιπόν ξανανοίγει το 1967, το 1973 μεγαλώνει η μονάδα βυνοποίησης η οποία λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Τέλος, το 1983 οι άμβυκες σιωπούν για πάντα, όχι όμως και η μονάδα βυνοποίησης, η οποία τροφοδοτεί με βύνη τα αποστακτήρια της ιδιοκτήτριας εταιρίας Diageo και όχι μόνο. Για παράδειγμα, τα εξαιρετικά Lagavulin 16 ετών και Caol Ila 12 ετών, εδώ ξεκινούν να φτιάχνονται, πριν πάνε στο σπίτι τους για τη συνέχεια. Ωστόσο, το 1987 υπογράφεται συμφωνία, η οποία λέει ότι αν το Islay είναι αποκλεισμένο λόγω καιρού, θα μπορούν να προμηθεύονται βύνη και άλλα αποστακτήρια του νησιού, πλην αυτών της Diageo. Άρα μιλάμε για Ardbeg, Bruichladdich, Bunnahabhain, αφού τα Laphroaig, Bowmore, Kilchoman, έχουν αυτάρκεια σε αυτό το θέμα με τα δικά τους floor maltings. Επίσης, να μην λησμονήσω ότι και το γειτονικό Jura χρησιμοποιεί τις ίδιες μονάδες βυνοποίησης.

Μύθος και πραγματικότητα

Είπαμε ότι το 1983 έπεσαν τίτλοι τέλους για το Port Ellen ως προς την απόσταξη. Το 1998 και το 2000 εμφιαλώνονται δυο εκδόσεις με την σειρά Rare Malts Selection και από τότε αρχίζει το πανηγύρι. Το 2001 η Diageo ξεκινάει τις ετήσιες εμφιαλώσεις και μετά από λίγο οι τιμές παίρνουν την ανηφόρα. Φτάνουμε στο σήμερα, όπου τα μπουκάλια αλλάζουν χέρια για πολλές εκατοντάδες και σε κάποιες περιπτώσεις μερικές χιλιάδες ευρώ, αλλά το θέμα είναι το γιατί. Καταρχάς, πριν αρχίσω να εξηγώ, να κάνω μια απαραίτητη διευκρίνιση. Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να πω ότι είναι της πλάκας, απεναντίας μιλάμε για ουισκάρες. Ακόμα είναι καρφωμένα στον εγκέφαλό μου αρώματα και γεύσεις από την δεύτερη ετήσια έκδοση, των 24 ετών και του 59.35 τοις εκατό αλκοόλ. Αλλά, άλλο είναι αυτό και άλλο είναι να κοστίζουν τόσο πολύ. Και γιατί τέτοιες τιμές. Φυσικά και είναι συλλεκτικό πλέον, είναι 34 χρόνια κλειστό. Κι άλλα αποστακτήρια όμως έκλεισαν το 1983, όπως τα 3 αποστακτήρια του Inverness, τα Glen Albyn, Glen Mhor, Millburn, επίσης υψηλής ποιότητας, αλλά όχι με τέτοιες τιμές να τα συνοδεύουν. Η αλήθεια είναι ότι η ίδια η ιδιοκτήτρια εταιρία είχε τρόπους να ανεβάζει τις τιμές στις δημοπρασίες και από εκεί και μετά οι τιμές πήραν το δρόμο τους. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ένα Bowmore 25 ετών, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, να κάνει λιγότερο από το ένα τρίτο των χρημάτων, έστω κι αν είναι εξ ολοκλήρου παλαιωμένο σε sherry casks που κοστίζουν ένα σωρό λεφτά, σε σχέση με τα βαρέλια bourbon. Και στο κάτω-κάτω, από τη μια έχουμε ένα whisky που νοείται χειροποίητο λόγω της παρουσίας των floor maltings στο Bowmore και από την άλλη έχουμε την εντελώς αυτοματοποιημένη επεξεργασία στις μονάδες βυνοποίησης του Port Ellen. Tα ίδια ακριβώς έκανε η ιδιοκτήτρια εταιρία και με τα επίσης πολύ σπουδαία Brora και Rosebank, για τα οποία επιφυλάσσομαι να μιλήσω στο μέλλον.

Συμπερασματικά για το Port Ellen, αν το βρείτε πουθενά και το αντέχει η τσέπη σας, πιείτε ένα ποτό, μιλάμε για ουισκάρα. Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να υπάρχει στο σπουδαίο Spinte στη Θεσσαλονίκη, δεν έχει πάρει αλλού το μάτι μου, μπορεί και να κάνω λάθος βέβαια. Το ίδιο ισχύει και για μένα, ένα ποτό θα το έπινα με τρέλα, για να αγόραζα μπουκάλι δεν συζητάω, έστω κι αν μπορούσα να διαθέσω τα λεφτά, θα μείνω με τα δυο μπουκάλια που πρόλαβα να αποκτήσω με πολύ πιο λογικές τιμές, για να δώσω από ένα σε κάθε μου γιό, όταν έρθει η ώρα.

Και μιας και μιλάω για τιμές. Διαβάζω έναν εξαιρετικό κατάλογο με whisky από εταιρία που ασχολείται με χονδρεμπόριο στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Μήπως δεν διαβάζω καλά? Yamazaki 12 ετών με 165.68 προ ΦΠΑ? Δηλαδή με το ΦΠΑ μας κάνει 205.44. Πόσο δηλαδή να πουληθεί? Και με ένα ελάχιστο κέρδος αυτού που θα το αγοράσει, μιλάμε για 230 στο ράφι .Μάλλον δεν πάμε καλά. Επαναλαμβάνω, απίθανη δουλειά από τα παιδιά στη συγκεκριμένη εταιρία, αλλά αυτό το ρημάδι τι το θέλανε?

Εγώ είμαι φτωχός, αλλά όχι ηλίθιος. Θα πιώ καλύτερο whisky με λογική τιμή, πίνω ακόμη μια γουλιά από το υπέροχο και κλασικό Balvenie 12 ετών, που στο κάτω κάτω, το έφτιαξε και ένας David Stewart.

Στην υγειά σας


Ο Κυριάκος Κοντογιωργης ασχολείται από το 1992 με τα κρασιά και τα αποστάγματα, είναι ιδιοκτήτης εταιρείας που ασχολείται με την εμπορία των συγκεκριμένων προϊόντων, καθώς επίσης είναι και γνωστός συλλέκτης whisky και cognac. Εχει μόνιμη συνεργασία με όλους τους μεγάλους οίκους δημοπρασιών whisky, όπως Christies, McTears, Bonhams. Η ενασχόληση του για 22 και πλέον χρόνια σε αυτό τον χώρο, του έχει δώσει βαθιά και εμπεριστατωμένη γνώση στο whisky, τόσο σε επίπεδο τεχνικών στοιχείων, όσο και σε επίπεδο ιστορικών λεπτομερειών.

Share: