Την Καθαρά Δευτέρα το κατάστημά μας στο Χαλάνδρι θα είναι ανοικτό 10:00-18:00

Για την παλαίωση του Αγιωργήτικου

Για την παλαίωση του Αγιωργήτικου
Από τον Ντίνο Στεργίδη

Χθες βράδυ, λοιπόν, ανοίξαμε αυτή τη φιάλη, εσοδείας 2000, δηλαδή 20 ετών κρασί. Οι σκέψεις που μου ήρθαν στο μυαλό είναι πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε απέναντι στις κρίσεις των «ειδικών».

Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα όσων οινοχόων, εμπόρων, δημοσιογράφων, Master of Wine κλπ επισκέπτονται τη Νεμέα πως «η Νεμέα δεν παλιώνει (σε αντίθεση με τη Νάουσα) και πως ο φυσιολογικός προορισμός της είναι να καταναλωθεί νέα και φρέσκια». Το λέει ο ένας και το επαναλαμβάνει ο άλλος. Αυτοεκπληρούμενη προφητεία, που λένε. Αν δεν κάνω λάθος, σπουδαίος κριτικός οίνων έχει γράψει πως η Νεμέα θα έπρεπε να είναι το... Μποζολέ της Ελλάδας. Όταν, όμως, μία «απλή» Νεμέα σαν αυτή του Παπαϊωάννου φτάνει τα 20 χρόνια ζωής χωρίς να παρουσιάζει ΙΧΝΟΣ οξείδωσης, με το χρώμα της να είναι σχεδόν ίδιο με το Gayserville 2010 της Ridge (κορυφαίο οινοποιείο της Καλιφόρνιας) που μόλις είχα δοκιμάσει (64% zinfandel) και είχε τη μισή της ηλικία, τότε πρέπει κανείς να κοντοσταθεί. Και δεν μιλάω για απλό «κράτημα» απέναντι στο χρόνο. Η μύτη παρέπεμπε σε παλαιωμένο Μεντόκ σε αντίθεση με το στόμα, η υψηλή οξύτητα του οποίου θύμιζε περισσότερο παλιά Ριόχα. Τανίνες αφομειωμένες, σχεδόν ανύπαρκτες (όχι καλό αλλά αναμενόμενο από ένα κρασί που δεν προοριζόταν για τόσο μεγάλη παλαίωση), ωστόσο εξαιρετικά αρμονικό και είναι αυτό ένα μεγάλο προσόν για οποιοδήποτε κρασί.

Στα τυφλά κανείς δεν θα του έδινε πάνω από 10 χρόνια. Εκεί που θέλω να καταλήξω, είναι πως το ελληνικό, υψηλής ποιότητας κρασί, είναι ακόμα σε νηπιακή ηλικία. Χρειαζόμαστε ακόμα δύο τουλάχιστον γενιές μέχρι να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το ποιόν των περιοχών μας και των ποικιλιών μας. Οι αφορισμοί τύπου «η Νεμέα δεν παλιώνει» (με τη λογική ότι δεν βελτιώνεται) από, στην κυριολεξία, περαστικούς who have no idea what the fuck they are talking about, πρέπει να αντιμετωπίζονται ευγενικά με ένα «ΟΚ, πάμε παρακάτω». Όπως διάβαζα πρόσφατα, ακόμα περιμένουμε την εκτίναξη πωλήσεων των ρίσλινγκ (της αγαπημένης ποικιλίας της Τζ. Ρόμπινσον), την καταβαράθρωση των πωλήσεων των μερλό και σαρντονέ (οι μεγαλύτερες αντιπάθειες κάθε cognonosenti που σέβεται τον ρόλο που του έχει αναθέσει η έμφυτη ανάγκη του να διαφοροποιηθεί) και ―εδώ είναι η πιο μεγάλη πλάκα―, την εγκατάλειψη των υψηλόβαθμων κόκκινων κρασιών ―από τους καταναλωτές, εννοείται, και όχι από τους ιδιοκτήτες 100 wine bar στις πιο δήθεν συνοικίες του Λονδίνου, του Παρισίου και της Νέας Υόρκης.


Ντίνος Στεργίδης



Αναδημοσίευση ανάρτησης του συγγραφέα στο λογαριασμό του στο Facebook, με την άδεια του συγγραφέα

Ο Ντίνος Στεργίδης είναι Δημοσιογράφος οίνου. Γνώρισε και αγάπησε το κρασί στη Γαλλία, όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολεοδομία. Άρχισε να γράφει για το κρασί το 1987 και λίγα χρόνια αφότου επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1990, ίδρυσε την Ένωση Ελλήνων Δημοσιογράφων Οίνου και την έκθεση Οινόραμα. Συνεχίζει να αποτυπώνει τις σκέψεις του για το κρασί και να οργανώνει μέσα από την εταιρεία του, Vinetum, πολλές εκδηλώσεις για το κρασί, την μπίρα, το ελαιόλαδο και τα αποστάγματα.

Μοιραστείτε το άρθρο: