Έχω μύτη εγώ

Από τον Κ. Κοντογιώργη


Όταν ήμουν πολύ πιτσιρικάς, θυμάμαι τις ελληνικές ταινίες που βλέπαμε οικογενειακώς, αν δεν κάνω λάθος τα Σάββατα. Ή μήπως ήταν Κυριακή? Τέλος πάντων, δε θυμάμαι ακριβώς. Θυμάμαι όμως μια ταινία με το αείμνηστο ζευγάρι Βουγιουκλάκη Παπαμιχαήλ, όπου ένας τύπος που έψαχνε να βρει την Αλίκη, έλεγε

Έχω μύτη εγώ

Μην ανησυχείτε, δεν έγινα κριτικός κινηματογράφου. Απλώς μου ήρθε ιδέα για να γράψω για το ρόλο της μύτης στην αναγνώριση ενός αποστάγματος. Και κυρίως του whisky, γιατί μου φαίνεται οτι το παρακάναμε με το ρούμι στα δυο προηγούμενα άρθρα. Να βάλω να πίνω και λίγο δωδεκάρι Balvenie, και πάμε.

Δεν είναι πάντα εύκολο να αναγνωρίζουμε αρώματα μέσω της όσφρησης, που στο κάτω κάτω είναι διαφορετική για τον καθένα, ωστόσο μπορεί να γίνει πολύ ενδιαφέρον. Καταρχάς, θα πρέπει μα γνωρίζουμε κάτι βασικό. Η όσφρηση σε σχέση με τη γεύση, είναι κάτι απείρως πιο πολύπλοκο. Ενώ η γεύση χωρίζεται σε τέσσερεις μόνο διαφορετικές κατηγορίες, δηλαδή πικρό, γλυκό, ξινό κι αλμυρό, με τη μύτη μπορούμε να αναγνωρίσουμε πάνω απο τριάντα χιλιάδες διαφορετικές οσμές. Ας πάμε λίγο να δούμε πως λειτουργεί η μύτη και η όσφρηση, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα ποτήρι whisky. Βασικά μπορούμε να πούμε οτι όταν μιλάμε για δοκιμή whisky, οι γευστικοί κάλυκες παίζουν ναι μεν ρόλο, αλλά όχι τον σημαντικότερο.

Η μύτη μπορεί να κάνει πολλά πράγματα και να αναγνωρίσει χιλιάδες αρώματα, όπως προείπα, αλλά είναι και πράγματα που δεν μπορεί να κάνει. Δεν μπορεί κάποιος με τη μύτη του να διακρίνει ούτε την οξύτητα, ούτε τον αλκοολικό βαθμό. Ένα whisky με 58 τοις εκατό αλκοόλ για παράδειγμα, όπως το Wolfburn Langsip ας πούμε, μας δίνει εύκολα τα γλυκά και φρουτώδη αρώματά του μέσω της όσφρησης, αλλά δεν αποκαλύπτει με τον ίδιο τρόπο τον αλκοολικό του βαθμό.

Όταν πίνουμε λοιπόν κάποιο whisky, υπάρχουν δυο εκδοχές ως προς τον τρόπο. Είτε απλώς πίνουμε για να περάσουμε ευχάριστα το βράδυ μας, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση για ψάξιμο, είτε θέλουμε να μπούμε λίγο βαθύτερα στο νόημα, ψάχνοντας και βρίσκοντας γεύσεις και αρώματα. Στη δεύτερη περίπτωση λοιπόν, υπάρχουν πράγματα που πρέπει να αποφύγουμε. Βαριές κολώνιες δεν βοηθάνε, όπως επίσης και χώροι που καίνε τζάκια. Από την άλλη βέβαια, συνδυασμός τζάκι και ωραίο whisky είναι ακαταμάχητος για να περάσει κάποιος καλά.

Δεν ξέρω πόσοι απο εσάς έχουν παραβρεθεί σε κάποια απο τις βραδιές whisky που έχουμε κάνει στο HOW, ή τέλος πάντων σε κάποια οποιαδήποτε γευστική δοκιμή. Όσοι παραβρέθηκαν σε κάποια τέτοια δοκιμή, θα γνωρίζουν οτι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η δοκιμή γίνεται με νερό και χωρίς νερό. Για το θέμα της προσθήκης νερού λοιπόν, σε σχέση με τη μύτη για την οποία μιλάμε σήμερα, θα ήθελα να πω τα εξής. Όπου προστίθεται νερό, η συνήθης ποσότητα ισούται με το 25 τοις εκατό του αποστάγματος. Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής. Με την προσθήκη νερού, σε μάξιμουμ ποσότητα τον αριθμό που προανέφερα, τα αρώματα του αποστάγματος απελευθερώνονται και αναδεικνύονται. Ωστόσο αν προτιμάτε τη γεύση στο whisky, θα πρέπει να ξέρετε οτι το νερό την αδυνατίζει.

Νομίζω λοιπόν οτι έδωσα μια μικρή ιδέα για το θέμα, στο οποίο θα επανέλθω κάποια στιγμή. Τώρα θέλω λίγη τύρφη και θα πιω μια μινιατούρα απο το εξαιρετικό Benriach Curiositas και θα ανανεώσω το ραντεβού μας για την επόμενη εβδομάδα.

Στην υγειά σας


Ο Κυριάκος Κοντογιωργης ασχολείται από το 1992 με τα κρασιά και τα αποστάγματα, είναι ιδιοκτήτης εταιρείας που ασχολείται με την εμπορία των συγκεκριμένων προϊόντων, καθώς επίσης είναι και γνωστός συλλέκτης whisky και cognac. Εχει μόνιμη συνεργασία με όλους τους μεγάλους οίκους δημοπρασιών whisky, όπως Christies, McTears, Bonhams. Η ενασχόληση του για 25 και πλέον χρόνια σε αυτό τον χώρο, του έχει δώσει βαθιά και εμπεριστατωμένη γνώση στο whisky, τόσο σε επίπεδο τεχνικών στοιχείων, όσο και σε επίπεδο ιστορικών λεπτομερειών.

Share: