Τσίπουρα και Ούζα

Από τον Κ. Κοντογιώργη


Αν θυμάμαι καλά, από την προπερασμένη Τρίτη ήταν που άρχισε αυτός ο καύσωνας, ο οποίος αποδεικνύεται τελικά long play. Δηλαδή μιλάμε για δέκα συνεχόμενες ημέρες, κι αύριο πάμε για έντεκα, αφού δεν φαίνεται να υποχωρεί εύκολα. Κι εγώ προσωπικά, μόνο το 1987 θυμάμαι τόσες πολλές μέρες συνεχούς καύσωνα, με τη μόνη διαφορά οτι τότε είχαμε και ακόμη μεγαλύτερες θερμοκρασίες, οι οποίες μάλιστα είχαν στοιχίσει και πολλές ζωές. Τέλος πάντων, αυτή τη στιγμή που γράφω ρίχνω και κλεφτές ματιές στην τηλεόραση που παίζει κάπου στο βάθος, αρκετές όμως για να καταλάβω, οτι από το Σάββατο θα σπάσει όλο αυτό το κύμα που μας ταλαιπώρησε.

Και όλο αυτό ήταν η αφορμή για το σημερινό άρθρο. Ένα άρθρο που συνήθως γράφω τον Αύγουστο, οι καιρικές συνθήκες όμως, από τέλος Ιουνίου, μέχρι και σήμερα που μπήκε ο Ιούλιος, μου το έφεραν πιο γρήγορα στο μυαλό.

Και καλοκαίρι λοιπόν, και ζέστη μαζί, και θάλασσα μαζί, και κανένα ταβερνάκι πάνω στο κύμα, και κανένα τσιπουράκι, και κανένα ουζάκι. Σήμερα λοιπόν πίνουμε

Τσίπουρα και ούζα

Το αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι λοιπόν. Το οποίο βέβαια τις τελευταίες μέρες δεν μας έδειξε και το πιο καλό του πρόσωπο. Ειδικά αν είσαι στο κλεινόν άστυ, δεν αντέχεται. Τώρα, αν είσαι σε κανένα νησί του Αιγαίου Πελάγους, άντε να βάλω και το Ιόνιο, η κατάσταση αλλάζει. Διότι μπορείς να τσαλαβουτάς όλη μέρα στη θάλασσα, κι εκτός αυτού να έχεις και κάποιους βαθμούς λιγότερο στη θερμοκρασία, οπότε με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια.

Και τρυγόνια είπα, και μου ήρθε αμέσως συνειρμός, ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να είναι ταιριαστός για όλους, αρκεί που ταίριαξε στο μυαλό μου. Μου ήρθε λοιπόν στο μυαλό ωραίο φαγητό, και μάλιστα κυνήγι. Θυμήθηκα που μια φορά είχε φτιάξει η θεία μου μπεκάτσα λαδορίγανη, κι οτι την είχαμε συνοδεύσει με μπόλικο τσίπουρο.Θα μου πείτε, εσύ μας είπες τρυγόνια, η μπεκάτσα που κολλάει? Δε χρειάζεται να κολλάει πουθενά, εκτός από το μυαλό μου, όπως προείπα. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, δεν είναι το φαγητό, ούτε είναι ενδιαφέρον για τον αναγνώστη τι έφαγα. Είναι ενδιαφέρον όμως το τσίπουρο. Το οποίο ήταν το εξαιρετικό Αποστολάκη, φυσικά χωρίς γλυκάνισο. Όταν πίνω τσίπουρο, πάντα προτιμώ να είναι χωρίς γλυκάνισο. Όπως για παράδειγμα αυτό το πολύ ωραίο φαγητό θα ταίριαζε μια χαρά και με ένα τσίπουρο του Τσιλιλή, πάντα χωρίς γλυκάνισο βέβαια.

Όλα αυτά όμως με τις μπεκάτσες και άλλα εσπεριδοειδή που έλεγε και ο αείμνηστος Λάμπρος Κωσταντάρας, διαδραματίστηκαν σε βουνό. Και μένα το βουνό μου αρέσει ναι μεν, αλλά μόνο το χειμώνα, άντε και την άνοιξη. Το καλοκαίρι θέλω θάλασσα και νησί. Χωρίς θάλασσα πεθαίνω. Και η θάλασσα νομίζω ταιριάζει με άλλα φαγητά. Φαγητά θαλασσινά. Χταπόδια, ψάρια, όστρακα, καλαμάρια και γαρίδες, που είναι για τους μερακλήδες, που λέει και το τραγούδι. Κι όλα αυτά, πάνε με ουζάκι.

Και στον κατάλογο του HOW βρίσκουμε ένα σωρό ωραία ούζα. Από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, είτε της ηπειρωτικής, είτε της νησιωτικής. Και παρότι ο περισσότερος κόσμος αρέσκεται στα ούζα από τη Μυτιλήνη, εγώ ποτέ δεν έκρυψα την αδυναμία μου στη Χίο.

Μου αρέσει πολύ το Καζανιστό του Στουπάκη, ενώ δεν υπάρχει καλοκαίρι που να μην το περάσω παρέα με την αγαπημένη μου Απαλαρίνα. Το ότι έχω εγώ αδυναμία στη Χίο όμως, δεν σημαίνει οτι δεν έχουμε κι άλλες περιοχές με τρομερά ούζα. Προσφάτως δοκίμασα το πολύ ωραίο ούζο της οικογένειας Κατσάρου, το οποίο αποδεικνύει οτι και η Θεσσαλία μπορεί να βγάλει ωραίο ούζο εκτός από τα πολύ ωραία τσίπουρα. Θεσσαλία είπα, και ούτε στον εχθρό μου δεν εύχομαι να ήταν σήμερα εκεί, που το κοντέρ έγραψε 43 βαθμούς κατά τόπους. Πίσω στα ούζα τώρα, και πάμε σε αυτά της Μυτιλήνης. Ακόμα θυμάμαι τη γιορτή του ούζου το 1985 στο κάστρο της Μυτιλήνης, όπου είχε τελειώσει για μένα περνώντας από ένα εστιατόριο και φωνάζοντας ταξί. Για όσους δεν κατάλαβαν, είχα περάσει το εστιατόριο για πιάτσα ταξί. Τώρα νομίζω καταλάβατε. Πρέπει να με συγχωρήσετε όμως. Πρώτον διότι ήμουν μόλις 19 ετών, και δεύτερον διότι δεν οδηγούσα. Κανείς δεν κινδύνεψε επομένως, εκτός πιθανόν από εμένα που κοιμόμουν δυο μέρες. Για Μυτιλήνη λοιπόν λέμε, για ούζο λέμε, και δεν μπορεί να λείπουν δυο από τα πολύ αγαπημένα μου. Πρώτον αυτό του Πιτσιλαδή, και δεύτερον, αυτό του Βαρβαγιάννη.Ειδικά το μπλε με το 46 τοις εκατό αλκοόλ, μας αρέσει πάρα πολύ.

Όλα αυτά λοιπόν, φανταστείτε τα, ή μάλλον πιείτε τα, όπου αρέσει στον καθένα. Στο βουνό, στη θάλασσα, όπου θέλετε.

Εμείς σας ευχόμαστε

Καλό καλοκαίρι

Και μην το πάρετε για αποχαιρετισμό.Και την επόμενη εβδομάδα εδώ θα είμαι.


Ο Κυριάκος Κοντογιωργης ασχολείται από το 1992 με τα κρασιά και τα αποστάγματα, είναι ιδιοκτήτης εταιρείας που ασχολείται με την εμπορία των συγκεκριμένων προϊόντων, καθώς επίσης είναι και γνωστός συλλέκτης whisky και cognac. Εχει μόνιμη συνεργασία με όλους τους μεγάλους οίκους δημοπρασιών whisky, όπως Christies, McTears, Bonhams. Η ενασχόληση του για 25 και πλέον χρόνια σε αυτό τον χώρο, του έχει δώσει βαθιά και εμπεριστατωμένη γνώση στο whisky, τόσο σε επίπεδο τεχνικών στοιχείων, όσο και σε επίπεδο ιστορικών λεπτομερειών.

Share: