Μαντηλαριά

Η Μαντηλαριά είναι μία από τις γνωστές ερυθρές ελληνικές ποικιλίες και έχει συνδεθεί τον αιγαιοπελαγίτικο χώρο. Αναφέρεται συχνά σε αρχαία κείμενα, κυρίως από τον Παυσανία, και έχει συνδεθεί με τον Αρούσιο Οίνο που παράγονταν στην περιοχή της σημερινής Χίου, μια περιοχή που στην αρχαιότητα φημιζόταν για τα κρασιά της.

Καλλιεργείται κυρίως στις Κυκλάδες, τη Ρόδο και την Κρήτη αλλά έχει επεκταθεί και στην Αττική, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Σήμερα έχει φτάσει να καλύπτει περίπου 35.000 στρέμματα.

Είναι ποικιλία πολύ ζωηρή και παραγωγική, πολύ ανθεκτική στη ξηρασία και γι' αυτό καλλιεργείται με πολύ καλά αποτελέσματα στη νησιωτική χώρα. Τα τσαμπιά είναι μέσου μεγέθους, με σχήμα κωνικό, πυκνόρραγα, με ράγα σφαιρική, μέσου μεγέθους, με βαθύ σκούρο κόκκινο χρώμα, από όπου και προκύπτει το πλούσιο χρώμα στα κρασιά που η Μαντηλαριά συμμετέχει. Η σάρκα της είναι μαλακή, χυμώδης και γλυκιά με μια ελαφρώς υπόξινη επίγευση.

Αναπτύσσεται κυρίως σε ελαφρώς ξηρά εδάφη και σε χαμηλό υψόμετρο σε περιοχές με ζεστά και ξηρά καλοκαίρια.

Τα κρασιά που παράγονται από Μαντηλαριά έχουν έντονο χρώμα, μέτρια περιεκτικότητα σε αλκοόλ, πλούσια σε τανίνες και με μέτρια οξύτητα. Γενικά, δίνει κρασιά που, λόγω της τανικότητας και του χρωματικού δυναμικού τους, ενδείκνυνται για παλαίωση αλλά κυρίως για τη χρησιμοποίησή τους σε χαρμάνια μαζί με άλλες ποικιλίες, κυρίως για τη διόρθωση του χρώματός τους.