Δαγκωτό στο Μπορντώ!

Δαγκωτό στο Μπορντώ!
Από τον Θ. Λέλεκα 


Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μέγας οινογνώστης για να ξέρει ότι τα ερυθρά κρασιά του Μπορντώ θεωρούνται τα κορυφαία στον κόσμο. Για την ακρίβεια, αυτή είναι και η μεγάλη επιτυχία των Μπορντωλέζων: ότι έκτισαν έναν απίστευτο μύθο γύρω από τα κρασιά τους εδώ και αιώνες, ο οποίος όχι μόνο συντηρείται μέχρι και σήμερα, αλλά αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα όπλα του Γαλλικού κρασιού γενικά. Αν, δηλαδή, στη συνείδηση της πλειονότητας των ανθρώπων επικρατεί η πεποίθηση ότι κάθε κρασί που είναι Γαλλικό είναι και καλό, αυτό κατά τον μεγαλύτερο βαθμό πιστώνεται στους Μπορντωλέζους και στο σοβαρό έργο που κάνουν χρόνο με το χρόνο, χωρίς σταματημό...

Βέβαια, δεν πρέπει να είμαστε άδικοι. Η αίγλη που περιβάλλει τα κρασιά του Μπορντώ ούτε τυχαία είναι, ούτε πλασματική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όταν στην μεγαλύτερη πλειονότητα των οινοπαραγωγικών περιοχών της Ευρώπης το κρασί θεωρούνταν ένα απλό καθημερινό ποτό, οινοποιούνταν πρόχειρα, πωλούνταν χύμα και καταναλωνόταν σε καπηλειά και σπίτια απλά για να ξεδιψάσει ο κόσμος (και πάμε αρκετούς αιώνες πίσω...), στο Μπορντώ αμπελουργοί και οινοποιοί ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον για το ποιος θα φτιάξει το καλύτερο κρασί, για να το προτιμήσει ο Βασιλιάς, οι ευγενείς, η εκκλησία, η αριστοκρατία, κλπ.

Αξίζει επίσης να θυμόμαστε ότι οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν το Μπορντώ για να κτίσουν, ουσιαστικά, το πρώτο σύστημα κατηγοριοποίησης ποιότητας των κρασιών του, το οποίο αποτελεί ίσως και το πρώτο και λαμπρότερο δείγμα οινικού μάρκετινγκ στην ιστορία. Συγκεκριμένα, χάρη στην στρατηγική σκέψη του Ναπολέοντα του 3ου, και ενόψει της Διεθνούς Έκθεσης των Παρισίων του 1855, δημιουργήθηκε στο Μπορντώ η πρώτη οινική «dream team» της ιστορίας, η κατάταξη δηλαδή των (ερυθρών) κρασιών των κορυφαίων Κτημάτων (châteaux) της περιοχής. Τα θαυμαστά στοιχεία της υπόθεσης αυτής είναι τα εξής δύο: Αφ’ ενός ότι η κατάταξη περιλαμβάνει τις πρώτες ετικέτες μόλις 62 από τα περισσότερα από 10.000 οινοποιεία της περιοχής – παρά ταύτα κατάφερε να τοποθετήσει ολόκληρο το Μπορντώ και τα κρασιά του στο επίκεντρο του παγκόσμιου οινικού χάρτη. Αφ’ ετέρου ότι, από το 1855 μέχρι σήμερα, η κατάταξη τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια, δεν έχει αλλάξει καθόλου (αν εξαιρέσουμε τα νήματα που κίνησε ο Βαρώνος Rothschild το 1973 προκειμένου το κρασί του Κτήματος του, το Château Mouton Rothschild, να συμπεριληφθεί στην πρώτη πεντάδα), αλλά και διαφυλάσσεται από τους ίδιους τους οινοποιούς, μέσα από την εμμονή τους στην διασφάλιση της υψηλότερης δυνατής ποιότητας.

Ας δούμε όμως κάποια χρηστικά στοιχεία που είναι καλό να γνωρίζουμε για τα ερυθρά κρασιά του Μπορντώ:

  • Η κατηγοριοποίηση (classification) του 1855 υποδιαιρείται σε 5 ομάδες. Από τη στιγμή που τα 62 συνολικά κρασιά που περιλαμβάνει απαρτίζουν την οινική «αφρόκρεμα» του Μπορντώ, καθένα από αυτά θεωρείται «πρώτο μεταξύ ίσων». Ωστόσο, από την πρώτη (1er Grand Cru Classé) μέχρι την πέμπτη κλάση (5éme Grand Cru Classé) παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στην τιμή, χωρίς αυτές απαραίτητα να συνάδουν με αντίστοιχα μεγάλες διαφορές στο στυλ ή την ποιότητα. Με λίγη γνώση και λίγο ψάξιμο, λοιπόν, μπορεί κανείς να βρει «κλασάτα» διαμάντια του Μπορντώ, όχι απαραίτητα σε πολύ υψηλές τιμές.

  • Όταν ένα κρασί ανήκει στην «σούπερ-λίγκα» των κρασιών του Μπορντώ, το αναγράφει με καμάρι στην ετικέτα του. Η πιο συνηθισμένη ένδειξη είναι «Grand Cru Classé en 1855». Στη συνέχεια αναφέρει και την προέλευσή του, δηλαδή την συγκεκριμένη κοινότητα του Μπορντώ από την οποία προέρχεται (π.χ. Margaux, St. Estephe, κλπ), καθώς το στυλ των κρασιών κάθε κοινότητας είναι αρκετά διαφορετικό.

  • Μετά τα 62 κορυφαία κρασιά (και μέχρι το τέλος) δεν επικρατεί το χάος. Αντιθέτως, ψάχνοντας και δοκιμάζοντας κρασιά της περιοχής, μπορούμε να βρούμε ιδιαίτερα αξιόλογες ετικέτες με... λιγότερο ένδοξες περγαμηνές, όπως αυτές που ανήκουν στην κατηγορία των Cru Bourgeois. Πρόκειται για 250 περίπου ετικέτες που δεν κατάφεραν (ούτε θα καταφέρουν ποτέ) να συμπεριληφθούν στην αρχική λίστα των κορυφαίων του 1855, ωστόσο αρκετά χρόνια αργότερα διεκδίκησαν και κέρδισαν την δική τους κατηγορία ποιότητας. Στην πλειονότητά τους είναι πολύ αξιόλογα κρασιά, και πωλούνται σε τιμές πολύ λογικές σε σχέση με τα πρωτοκλασάτα, χωρίς απαραίτητα να είναι και φτηνά.

  • Ίσως είναι δείγμα σνομπισμού, πάντως η ποικιλιακή σύνθεση των ερυθρών του Μπορντώ θεωρείται πασίγνωστη, γι αυτό και δεν αναφέρεται ποτέ στην ετικέτα. Για όσους δεν είναι σίγουροι, το κλασικό Μπορντωλέζικο χαρμάνι (συχνά λέγεται και «Bordeaux Blend») απαρτίζεται από τις ποικιλίες Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc και Merlot, σε αναλογίες που πολύ σπάνια γίνονται γνωστές (και από χρονιά σε χρονιά αλλάζουν). Άλλες ποικιλίες που συναντάμε (σε μικρές ποσότητες) σε ερυθρά του Μπορντώ είναι το Petit Verdot και το Malbec)

  • Τα ερυθρά του Μπορντώ δημιουργούνται με (σχεδόν αποκλειστικό) γνώμονα την μακρά παλαίωση, βάσει της οποίας καθίστανται μετά από χρόνια συλλεκτικά, δυσεύρετα και πανάκριβα. Για να γίνει αυτό, οινοποιούνται με πολύ έντονες συμπυκνώσεις, σε σημείο που, όσο είναι ακόμα φρέσκα είναι αρκετά «επιθετικά» (σε τανίνες, οξύτητα, αλκοόλ, ή όλα μαζί), όσο παλαιώνουν όμως αποκτούν απαράμιλλη φινέτσα και εκφραστικότητα.

  • Ως γνήσιοι εκφραστές της παραδοσιακής σχολής στο κρασί, οι Μπορντωλέζοι αποφεύγουν τις ακρότητες στο αλκοόλ των κρασιών τους, καθώς το θεωρούν εχθρό της κομψότητας και της σωστής συνδυασιμότητας στο τραπέζι. Έτσι λοιπόν, σπάνια θα δούμε τον αλκοολικό τίτλο ενός μεγάλου ερυθρού κρασιού του Μπορντώ να ξεπερνάει το 13.5%, ακόμα και στις πολύ ζεστές χρονιές.

  • Κάθε μεγάλη ετικέτα του Μπορντώ έχει και το μικρό της «αδερφάκι», τη δεύτερη ετικέτα του συγκεκριμένου Château. Πρόκειται για μία μίνι-έκδοση της μεγάλης και φερώνυμης ετικέτας του Κτήματος, η οποία προκύπτει από τα αμέσως καλύτερα αμπελοτόπια και σταφύλια, παλαιώνει κάπως λιγότερο σε λιγότερο επιλεγμένα βαρέλια, κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα παραμένει ένα εξαιρετικό δείγμα της οινικής δυναμικής ενός μεγάλου Château, αλλά σε αισθητά χαμηλότερη τιμή από την πρώτη ετικέτα. Η δεύτερη ετικέτα δεν μπορεί – προφανώς – να πάρει το όνομα του Château, καθώς αυτό είναι «καπαρωμένο» από την μεγάλη (και ακριβή) αδερφή της, γι αυτό και συνήθως παίρνει το όνομα ενός χαρακτηριστικού στοιχείου του Κτήματος (π.χ. ένας πύργος, μία πολεμίστρα, ένας κήπος, κλπ).

  • Στο Μπορντώ – ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη οινοπαραγωγική περιοχή στον κόσμο – οι διαφορές ανάμεσα στις χρονιές έχουν τεράστια σημασία, τόσο στο στυλ, όσο και στην τιμή. Συνήθως οι πιο θερμές χρονιές δίνουν πιο δυνατά κρασιά (καθώς τα σταφύλια ωριμάζουν πιο έντονα και γρήγορα), οι υγρές και δύσκολες χρονιές δίνουν πιο «κλειστά» και αυστηρά κρασιά, ενώ αυτές που θεωρούνται μεγάλες (και ακριβές), είναι εκείνες κατά τις οποίες οι καιρικές συνθήκες ήταν ιδανικές όλο το χρόνο. Αν μία χρονιά δεν είναι τόσο καλή, οι Μπορντωλέζοι δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να το δηλώσουν ανοικτά, καθώς αυτό θα ανεβάσει αυτόματα την εικόνα (και την τιμή) των καλών εσοδειών. Αυτό είναι ένα ρεύμα που ξεκίνησε ο διάσημος Αμερικάνος οινοκριτικός Robert Parker Jr. πριν από αρκετά χρόνια, όταν χαρακτήρισε την εσοδεία του 1982 «μυθική». Η πιο πρόσφατη μεγάλη (σε δόξα αλλά και τιμή) εσοδεία του Μπορντώ ήταν αυτή του 2005, αν και ο διεθνής οινικός τύπος αναφέρει ότι η τελευταία εσοδεία, δηλαδή αυτή του 2009, αναμένεται να είναι η καλύτερη των τελευταίων 60 χρόνων!

Από αυτό ορμώμενος αποφάσισα να γράψω αυτό το άρθρο για τα κρασιά του Μπορντώ. Βλέπετε οι γραμμές αυτές γράφονται μόλις 24 ώρες πριν από την αναχώρησή μου για το Μπορντώ, όπου θα συμμετάσχω στην εβδομάδα Primeurs 2010, δηλαδή στην διαδικασία αξιολόγησης της εσοδείας του 2009, μαζί με εκλεκτούς συναδέλφους από τη Γαλλία, αλλά και απ’ όλο τον κόσμο.

Ευχηθείτε μου Καλό Ταξίδι λοιπόν, και ελπίζω την άλλη εβδομάδα να σας έχω πολλά και καλά νέα!...


Θόδωρος Λέλεκας

Μοιραστείτε το άρθρο: